Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πέπτωκεν ἀνδρῶν ὀβρίμων κομπάσματα

См. также в других словарях:

  • πίπτω — ΝΜΑ και αιολ. τ. πίσσω Α ρίχνω τον εαυτό μου κάτω, πέφτω (α. «αὐτὸν πρηνέα δὸς πεσέειν», Ομ. Ιλ. β. «βάρβαροι γυναῑκες, οὕτως ἐκπεπληγμέναι φόβῳ πρὸς πέδῳ πεπτώκατ », Ευρ). νεοελλ. (η μτχ. αρσ. πληθ. αόρ. ως ουσ.) οι πεσόντες οι νεκροί σε πεδία… …   Dictionary of Greek

  • όβριμος — ὄβριμος, ον, θηλ. και ὀβρίμα (Α) 1. (για τον Άρη, τον Αχιλλέα, τον Έκτορα, την Κυβέλη, αλλά και για ήρωες και για κοινούς ανθρώπους) ισχυρός, κραταιός, δυνατός («πέπτωκεν ἀνδρῶν ὀβρίμων κομπάσματα», Αισχύλ.) 2. (για πράγματα) μεγάλος, πελώριος… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»